- ψηφοφορώ
- ψηφοφορῶ, -έω, ΝΑ, και ψηφηφορῶ Α [ψηφοφόρος]ψηφίζωνεοελλ.έχω το δικαίωμα τής ψήφουαρχ.εκλέγω με ψήφο («ἐπειδὴ τοὺς νομοθέτας ψηφηφορεῑν ἔδει», Διον. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψηφοφορώ — ψηφοφόρησα, έχω δικαίωμα ψήφου, ψηφίζω, λέω τη γνώμη μου με την ψήφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναψηφίζω — (Α ἀναψηφίζω) 1. θέτω κάτι πάλι σε ψηφοφορία 2. εξετάζω αναδρομικά αρχ. παθ. ψηφοφορώ πάλι … Dictionary of Greek
ψηφηφορώ — έω, Α βλ. ψηφοφορώ … Dictionary of Greek
ψηφοφορία — η, ΝΑ, και δωρ. τ. ψαφοφορία και ψηφηφορία Α [ψηφοφόρος] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψηφοφορώ, το να ψηφίζει κάποιος (α. «μετά το τέλος τής ψηφοφορίας άρχισε η καταμέτρηση τών ψήφων» β. «τὰς δὲ κρίσεις ἐν τοῑς δικαστηρίοις οὐ διὰ ψηφοφορίας… … Dictionary of Greek